Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Σάββατο, 27 Ιουλίου 2019 18:07

«Κατάληψη Ζαπαντιού το 1821»

Εισαγωγικό κείμενο και φωτογραφίες, Απόστολος Κων. Καρακώστας

Ιστορικό κείμενο των αγώνων και της κατάληψης, του Δάσκαλου Κώστα Χαραμή.

Σαν σήμερα της Αγίας Παρασκευής το 1821, το κεφαλοχώρι του κάμπου του Αγρινίου Ζαπάντι, μετά από πολιορκία 45 ημερών έπεσε στα χέρια των ξεσηκωμένων στον ιερό αγώνα υπέρ Πίστεως και Πατρίδας και αποφασισμένων για ζωή η θάνατο προγόνων μας.

Σήμερα 198 χρόνια μετά ο Δήμος Αγρινίου συνδιοργάνωσε με την κοινότητα Μεγάλης Χώρας και το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Ναού Αποστόλου Παύλου εκδήλωση με Θεία λειτουργία-Δοξολογία-επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο Ηρώων.

Μετά την Δοξολογία ο Δάσκαλος Κώστας Χαραμής, γραμματέας του Συλλόγου Τριποταμιτών, αλλά πάνω από όλα Δάσκαλος και διευθυντής επί δέκα χρόνια του Δημοτικού σχολείου της κοινότητας, εκφώνησε τον παρακάτω λόγο ενώπιον των κατοίκων και επισκεπτών.

Ακολουθεί το κείμενο του κυρίου Χαραμή:

26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1821: ΤΟ ΖΑΠΑΝΤΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.

Η μεγάλη επανάσταση του 1821 στη δυτική Στερεά άργησε να ξεκινήσει γιατί ο φόβος για αντίποινα απ’ τα τούρκικα ασκέρια που είχαν πλημμυρίσει στα Γιάννενα, πολιορκώντας τον «αποστάτη» Αλή Πασά ,σκέπαζε τα πάντα.

«Η σπάθη του Δαμοκλέουςεκρέματο πάνω από το κεφάλι της» γράφει ο Κόκκινος ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς μας . Ήταν ακόμα νωπές οι αναμνήσεις από «την φοβεράνποινήν του αίματος» που είχαν πληρώσει στην άτυχη επανάσταση του 1770. Ζούσαν ακόμα γέροντες που είχαν γίνει μάρτυρες εκείνης της φρίκης.

Παρά το ότι ο Μακρής στις 5 του Μάρτη θα κτυπήσει μικρό ένοπλο τμήμα στη Σκάλα Μαυρομάτη και τη μάχη της Τατάρνας στις 22 Μαρτίου 1821 όπου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με τον ηγούμενο του Μοναστηριού Κυπριανό ξεπάστρεψαν τη συνοδεία τούρκικης χρηματαποστολής ,χωρίς μάλιστα να πειράξουν τα χρήματα στέλνοντας έτσι το μήνυμα στους Τούρκους ότι για λευτεριά πολεμούν κι όχι για πλιάτσικο, ωστόσο ,επίσημη έναρξη της επανάστασης στη Δυτική Στερεά θα γίνει μόλις στις 25 του Μάη με την προκήρυξη του Στρατηγού Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο ,αν και οι ανυπόμονοι Μεσολογγίτες είχαν ήδη απελευθερώσει την πόλη τους απ, τις 20 του μήνα αναγκάζοντας τους Τούρκους κατοίκους του να καταφύγουν στο Βραχώρι.

.

Το Βραχώρι εκείνα τα χρόνια ήταν ισχυρότατο τουρκικό κέντρο Οι Τούρκοι κάτοικοί του ήταν πραγματικοί δυνάστες των ραγιάδων. Κατοικούσαν σε ψηλά πέτρινα σπίτια, δίπατα και τρίπατα, που το καθένα ήταν πραγματικό φρούριο. Περιβαλλόταν από δύο και τρεις μαντρότοιχους που απείχαν μεταξύ τους , έχοντας αυλόθυρες σε διάφορα σημεία ,πύργους και μασγάλια. Μασγάλια να σημειώσουμε είναι τα επιμήκη στενά ανοίγματα των τοίχων μέσα απ’ τα οποία και έβλεπαν και πυροβολούσαν. Έτσι αν κανείς υπερπηδούσε τον πρώτο τοίχο βρισκόταν σ’ ένα στένεμα θανάτου ανάμεσα σ’ αυτόν και τον επόμενο ,δίχως πουθενά να μπορεί μα προστατευτεί απ’ τα πυρά των υπερασπιστών. Τα οχυρά αυτά τούρκικα σπίτια του Βραχωριού , φαινόμενο μοναδικό σ’ όλη την Ελλάδα ήταν απόρθητα. Άπαρτα.

Δείχνουν απ’ τη μια μεριά το δεσποτικό χαρακτήρα των κατόχων τους αλλά και το φόβο που είχαν απ’ τα κλεφταρματολίκια της περιοχής με σπουδαιότερο αυτό του Βλοχού με τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο.
Αρχηγός της φρουράς του Βραχωριού ήταν ο ΤουρκαλβανόςΝούρκαςΣέρβανης και ο αριθμός των ανδρών του αυξήθηκε και έφτασε τους 1000 καθώς κατέφθαναν συνεχώς Τούρκοι απ’ τη γύρω περιοχή για να προστατευτούν γιατί καταλάβαιναν ότι όπου να ‘ναι οι ραγιάδες θ’ αδράξουν τα’ άρματα κι η μπόρα θα ξεσπάσει.

Πράγματι στις 27 Μαΐου τη νύχτα της Πεντηκοστής οι Έλληνες καπεταναίοι αρχίζουν να σφίγγουν τη θηλιά γύρω απ’ το Βραχώρι. Ο Μακρής κι ο Ραζικότσικας πιάνουν τα γεφύρια του Αλάμπεη . Ο Γρίβας το Ντουγρί, ο Βλαχόπουλος την Αγία Βλαχέρνα κι Στάικος τη Βελάουστα. Ήρθε κι ο Ίσκος με τους Βαλτινούς του. Ο Βαρνακιώτης πριν έρθει ασφαλίζει τα περάσματα στο Μακρυνόρος απ’ όπου θα μπορούσαν να λάβουν βοήθεια οι Τούρκοι απ΄τ’ ασκέρια τους στα Γιάννενα .

.

Τα χαράματα της άλλης μέρας, 28 του Μάη, οι Έλληνες που πεζοπορούσαν όλη τη νύχτα φτάνουν στα πρώτα σπίτια της πόλης. Με τους εισβολείς ενώνονται και οι ΄Ελληνες κάτοικοι και όλοι μαζί προχωρούν προς το κέντρο της πόλης. Εκεί όμως πισωδρομάνε καθώς δέχονται βροχή τα βόλια απ’ τα τούρκικα σπίτια. Το τουφεκίδι κράτησε αδιάκοπο όλη μέρα κι όλη νύχτα. Οι επαναστάτες ήταν αδύνατο να υπερπηδήσουν τους ψηλούς μαντρότοιχους και πυρόβολα να τους γκρεμίσουν δεν είχαν.

Οι Τούρκοι αμύνονται με πάθος. Όταν όμως την άλλη μέρα είδαν να ‘ρχονται οι νταϊφάδες του Θοδωράκη Γρίβα και του Σιαδήμα ενίσχυση στους πολιορκητές που αριθμούν τώρα 4.000 άνδρες και καθώς βοήθεια από πουθενά δε φαίνεται, ζητούν με κήρυκα να έλθουν σε διαπραγματεύσεις με τους ραγιάδες.

Ο ανηψιός του ΤουρκαλβανούΝούρκαΣέρβανη , του αρχηγού της φρουράς που ήρθε για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες έμεινε έκπληκτος όταν είδε από κοντά «σημαίες με το σημείο του σταυρού και παπάδες ενόπλπους» .Οι Έλληνες καπεταναίοι στις διαπραγματεύσεις προσπαθούν να διαιρέσουν τους κλεισμένους λέγοντας ότι με τους Αλβανούς, ( ο ίδιος ο ΝούρκαςΣέρβανης ήταν Αλβανός και μεγάλο μέρος της φρουράς), δεν έχουν τίποτα αλλά πολεμούν τους μπέηδες ,τους αγάδες και τους Τούρκους κατοίκους του Βραχωριού που τόσα χρόνια ανελεήμονα τους τυραγνάνε. Οι Αλβανοί , είπαν οι καπεταναίοι , μπορούν να φύγουν και κανένας δε θα τους βλάψει.

.

Τις προτάσεις αυτές δεν τις δέχτηκαν οι πολιορκημένοι και νέος σφοδρότερος πόλεμος αρχίζει. Οι Έλληνες , ορμητικότεροι αναγκάζουν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν μερικά σπίτια και τώρα βρίσκονται να πολιορκούν το Διοικητήριο. Έφεραν μάλιστα στην πόλη κι ένα κανόνι που αγόρασαν από ‘να εγγλέζικο πλοίο μαζί με μπαρουτόβολα, που σχεδόν είχαν τελειώσει, και μ’ αυτό αρχίζουν να σφυροκοπούν τους κλεισμένους με ψιλή και χοντρή φωτιά.

Ο ΝούρκαςΣέρβανης όταν είδε και το Βαρνακιώτη με τα παλληκάρια του να καταφτάνει και έμαθε ότι τα στενά του Μακρυνόρους ήταν πιασμένα – άρα δεν πρόκειται να φανεί βοήθεια – και καθώς τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί ζήτησε να μιλήσει ο ίδιος με τους Έλληνες καπεταναίους. Του δώσανε μπέσα, λόγο τιμής δηλαδή και ήρθε στο ελληνικό αρχηγείο. Εκεί πρότεινε στους Έλληνες να τον αφήσουν να φύγει αυτός και οι Αρβανίτες του χωρίς να τους πειράξουν , αφήνοντας στο έλεος των επαναστατημένων τον τούρκικο πληθυσμό της πόλης που είχε καθήκον να υπερασπίσει. «Ανάνδρους» χαρακτηρίζει τις προτάσεις αυτές ο Κόκκινος.

Πριν αναχωρήσει μάλιστα, προχωρώντας περισσότερο στην ατιμία, αφαίρεσε, με τη βία βέβαια, από τους Τούρκους και τους Εβραίους όλα τα χρήματα και τα πολύτιμα πράγματα που είχαν με το πρωτοφανές επιχείρημα ότι εκεί που θα τους τα πάρουν αύριο οι Έλληνες ως εχθροί, ας τα πάρει αυτός σήμερα ως φίλος. Οι αγάδες και οι Εβραίοι ειδοποιούν κρυφά τους Έλληνες για την απογύμνωση και για να τον εκδικηθούν αλλά και γιατί υπολόγιζαν ότι με τα διαρπαγέντα χρήματα και κοσμήματα ίσως γλίτωναν το τομάρι τους όταν θα πέφτανε στα χέρια των ραγιάδων.

.

Οι Έλληνες ειδοποιούν το Νούρκα και τους Αρβανίτες του ότι αν την άλλη μέρα , 8 Ιουνίου ,που θα αναχωρούσαν , κατά τα συμφωνηθέντα, βρεθεί Αλβανός να έχει χρήματα ή πράγματα αξίας κάποιου Τούρκου ή Εβραίου θα τον σφάζανε επιτόπου όποιο αξίωμα κι αν είχε. Ο Νούρκας συμφώνησε θέλοντας και μη , αλλά αντί να φύγει την άλλη μέρα δραπέτευσε αυτός και οι 300 άνδρες που του απέμειναν μαζί βέβαια με τη λεία της ληστείας με κατεύθυνση το Καρπενήσι.

Εν τω μεταξύ οι εναπομείναντες απροστάτευτοι πλέον Τούρκοι στο Βραχώρι πέφτουν σε συμφωνίες με τους Έλληνες να τους αφήσουν να φύγουν χωρίς τα όπλα τους και να σεβαστούν την τιμή και τη ζωή τους. Η παράδοση της πόλης έγινε μεταξύ της 10ης και 11ης Ιουνίου. Οι Έλληνες σεβάστηκαν τους Τούρκους και τους άφησαν να φύγουν.

Ξέσπασαν όμως κατά των Εβραίων. Πολλούς τους πέρασαν απ’ την κόψη του γιαταγανιού τους. Έκαψαν τα σπίτια τους. Είχαν εκείνη την ώρα οι εξαγριωμένοι Έλληνες στο νου τους τα μύρια όσα παθήματα πέρασε ο Πατριάρχης στην Πόλη δυο μήνες νωρίτερα απ’ τον Εβραϊκό όχλο. Αλλά και όσα τράβηξαν τόσα χρόνια απ’ τους Εβραίους με την ανοχή του Τούρκου δυνάστη. «Ητοεκδίκησις εναντίων αθώων, αλλ’ ανηκόντων εις φυλήν που είχεν ανωμάλους λογαριασμούς κατά τον ελληνικόν αγώνα».

Οι νικητές του Βραχωριού την ίδια μέρα στις 11 Ιουνίου δηλαδή κινήθηκαν προς το μοναδικό μέρος της επαρχίας που κρατούσαν ακόμα οι Τούρκοι : Το Ζαπάντι.

Το Ζαπάντι το κατοικούσαν μόνον Τούρκοι. Πολεμοχαρείς και σκληροί πολεμιστές . Οι πρόγονοί τους ήταν Έλληνες. Για να γλυτώσουν απ τους Τούρκους την ζωή τους , την τιμή και τις περιουσίες τους αλλαξοπίστησαν, έγιναν Μουσουλμάνοι. Εξισλαμίστηκαν. ‘Όλα αυτά βέβαια έγιναν πολύ παλιότερα.

.

Στα 1668, εκατόν πενήντα χρόνια δηλαδή πριν απ΄το 21, πέρασε από τούτα τα μέρη ένας Τούρκος περιηγητής, ο Εβλιά Τσελεμπή. Φανατικός μουσουλμάνος ο ίδιος, μιλάει με περιφρόνηση για τους Τούρκους του Ζαπαντιού και τους χαρακτηρίζει «ελληνίζοντες» γιατί μιλούσαν και την ελληνική γλώσσα , αλλά και γιατί πολλοί από δαύτους παντρεύονταν χριστιανές σε αντίθεση με την αυστηρή ενδογαμία των Τούρκων του Βραχωριού. Αυτές τις χριστιανές γυναίκες που έπαιρναν τις ανάγκαζαν άραγε πάντα να αλλαξοπιστήσουν;

Ίσως πολλές απ αυτές να έμεναν κρυπτοχριστιανές, έτσι που τα παιδιά τους να έχουν ένα χαλαρό δεσμό με το Ισλάμ. Η παρουσία δε του σπουδαιότερου και αρχαιότερου χριστιανικού μνημείου της περιοχής, της Βασιλικής Μεγάλης Χώρας στο κοιμητήριο του χωριού, δίπλα στα δυο τζαμιά του χωριού, που εκείνα τα χρόνια ανακαινίζεται και αγιογραφείται, όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Παλιούρας, μόνο τυχαία δεν είναι.

 

Τον Τούρκο περιηγητή, τον Εβλιά Τσελεμπή, εντυπωσιάζουν ο μυρωδάτος καπνός και τα αμέτρητε αμπέλια του χωριού. Είχε τότε, γράφει, πενήντα εφτά μαγαζιά και κάθε βδομάδα γινόταν εμποροπανήγυρη με πολλούς ξένους επισκέπτες όπως φαίνεται απ τα τρία χάνια που υπήρχαν εδώ. Τα τριακόσια πάνω κάτω σπίτια ήταν χαμηλά και χτισμένα με πλίθες, σε αντίθεση με τα πολυτελέστατα των γειτόνων τους του Βραχωριού.

Μέσα σ αυτή την ιδιόρρυθμη κατάσταση και με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοικοι του Ζαπαντιού δημιούργησαν δικά τους ήθη και δικούς τους κώδικες τιμής και ηθικής, δική τους, ξεχωριστή, κοινωνική παρουσία και συμπεριφορά. Οι Τούρκοι δεν τους εγκολπώθηκαν, τους έβλεπαν με μισό μάτι, σχεδόν τους περιφρονούσαν κι οι Έλληνες δεν έπαυαν να τους θυμίζουν ότι είναι απόγονοι αρνησίθρησκων που δεν είχαν το ψυχικό σθένος να μείνουν πιστοί στα πάτρια.

.

Αυτή η κατάσταση δημιούργησε στους Τουρκοζαπαντιώτες απομόνωση, ένα είδος περιχαράκωσης, συσσώρευσε μίσος από γενιά σε γενιά. Αποτελούσαν μια κοινωνία που κρατιόταν σα απόσταση κι απ΄ τους μεν κι απ΄ τους δε. Έλληνες και Τούρκους. Σιγά σιγά η αδιαλλαξία, η σκληρότητα, η μαχητικότητα αποτέλεσαν τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Η ψυχολογία τους είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των Τούρκων. Οι τελευταίοι είχαν την αλαζονεία του κατακτητή , οι εξισλαμισμένοι αντίθετα είχαν ένα , όχι βέβαια συνειδητό πλέγμα ενοχής. Ένα νέφος αδιόρατο σκίαζε τη ζωή τους.

Οι Τούρκοι λοιπόν του Ζαπαντιού και πρίν, αλλά και στις μέρες που οι δικοί μας πολιορκούν το Βραχώρι, οργανώνουν την άμυνά τους γιατί ξέρουν ότι όπου να ΄ναι έρχεται η σειρά τους. Ο οικισμός βέβαια κατακαμπίς δεν ήταν πρόσφορος για άμυνα. Είχαν όμως τα δυο τζαμιά και τέσσερις ισχυρούς πύργους και για να ενισχύσουν την άμυνα έσκαψαν ολόγυρα βαθύ χαντάκι, που ήταν αδύνατο να το υπερπηδήσει κανείς και το γέμισαν με παλιούρια που ήταν άφθονα στην περιοχή. Με τα χώματα της τάφρου έφτιασαν ένα πρόσθετο ταμπούρι γύρω γύρω. Παρ΄όλα αυτά η άμυνα δεν ήταν εύκολη και μόνο με αποφασισμένους κι ανδρείους υπερασπιστές μπορούσε να ΄ναι αποτελεσματική.

Αρχηγός των κλεισμένων Τούρκων του Ζαπαντιού ήταν ένας έμπειρος, ψυχωμένος κι ατρόμητος όπως αποδείχτηκε πολεμιστής, ο Ζουλφικάρ αγάς. Πέρα απ΄ τα γυναικόπαιδα και τους αμάχους, αυτοί που μπορούσαν να κρατήσουν τουφέκι ήταν πάνω κάτω τριακόσιοι κι η δύναμη αυτή αυξήθηκε κάπως από Αλβανούς που κατέφθαναν από διάφορα μέρη στο Ζαπάντι για να γλυτώσουν απ τους επαναστατημένους ραγιάδες.

.

Αλλά αν τα πράγματα ήταν δύσκολα για τους αμυνόμενους Τουρκοζαπαντιώτες, ήταν ακόμα δυσκολότερα για τους επιτιθέμενους Έλληνες. Βέβαια ο αριθμός τους άγγιζε τις δυο χιλιάδες ,πολλαπλάσιοι απ τους αντιπάλους , αλλά ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται στον ανοιχτό κάμπο, εντελώς ακάλυπτοι, χωρίς τίποτα να τους προστατεύει απ τις εύστοχες βολές των οχυρωμένων Τούρκων που πέφτανε σαν το χαλάζι.

Το πρώτο γιουρούσι των πολιορκητών αποκρούστηκε με βαριές απώλειες για τους επαναστάτες κι ούτε με τα δυο κανόνια που φέρανε κάνανε τίποτα γιατί, μη έχοντας ειδικευμένους πυροβολητές δεν ξέρανε πώς να ρίχνουν με ευστοχία, χώρια που υπήρχε ο κίνδυνος να κάνουν κόντρα γιουρούσι οι αμυνόμενοι με απρόβλεπτες εξελίξεις. Φτιάσανε λοιπόν κι αυτοί ένα ταμπούρι για να καταφεύγουν εκεί , πολύ κοντά στα τούρκικα.

Το ηθικό τν κλεισμένων κρατιόταν πολύ υψηλό κι η πολιορκία με αποτυχημένες κάθε τόσο εφόδους τραβούσε σε μάκρος. Πολλοί απ τους Έλληνες οπλαρχηγούς άρχισαν να αποσύρονται κι οι πολεμικές ενέργειες περιορίστηκαν σε ακροβολισμούς.

Η πείνα όμως κι έλλειψη τροφίμων άρχιζε να ζώνει τους Τούρκους που τρέφονταν μόνο με ρύζι, λιγοστό κι αυτό. Ωστόσο το ηθικό τους παραμένει αμείωτο. Τι ήταν εκείνο που το κρατούσε υψηλό ; Πάνω απ όλα η αναμφισβήτητη παλληκαριά τους κι απόφαση να πεθάνουν πολεμώντας, αλλά κι ένα απ τα δύο : Ή πίστευαν ότι οι Έλληνες θα απογοητευτούν και θα φύγουν άπρακτοι , ή ότι θα έρχονταν βοήθεια απ ασκέρια τους στην Ήπειρο.

.

Ο Βλαχόπουλος, επικεφαλής των πολιορκητών, κάνει μια τελευταία προσπάθεια: Βάζει να υπονομεύσουν ένα απ΄ τα οχυρά των Τούρκων σκάβοντας λαγούμια που τα γέμισαν με μπαρούτι. Με την πετυχημένη ανατίναξη δημιουργείται μεγάλο ρήγμα μέσα απ΄ το οποίο οι Ελληνες εφορμούν, από πολλές κατευθύνσεις, με τους Τούρκους να αμύνονται λυσσαλέα και να προσπαθούν να το κλείσουν. Τελικά καταφέρνουν να αποκρούσουν τους Έλληνες εισβολείς και αλαλάζοντας τους καταδιώκουν στον κάμπο με τα γιαταγάνια τους, με τον ίδιο το Ζουλφικάραγα επικεφαλής. … «μετά την έφοδον και την αποτυχίαν των Ελλήνων εξήλθαν πολλαχόθενξιφήρεις και έτρεψαν οι ολίγοι τους πολλούς εις φυγήν» γράφει ο Τρικούπης.

Κινούνται απειλητικά προς το ελληνικό ταμπούρι όπου ήταν ο Βλαχόπουλος και το κανόνι. Αυτή είναι η κρισιμότερη στιγμή της πολιορκίας. Αν ο Έλληνας καπετάνιος έπεφτε στα χέρια τους ή τον σκότωναν, όλα τέλειωναν. Η τύχη έγειρε τη ζυγαριά προς το μέρος των Ελλήνων : Το έμπειρο μάτι του Βλαχόπουλου κατάλαβε ποιος είναι ο Ζουλφικάραγαςαπ΄ τα χρυσογάιτανα του γελεκιού του και, δεινός σκοπευτής καθώς ήταν, ρίχνει το βόλι κατακέφαλα στον Αγά που πέφτει άπνους.

Γύρω απ το άψυχο σώμα του νεκρού αρχηγού γίνεται μάχη σαν εκείνες τις παλιές που περιγράφει ο Όμηρος. Οι Τούρκοι το περιστοιχίζουν και προσπαθούν να το πάρουν μαζί τους να μη μείνει στα χέρια των Ελλήνων που εν τω μεταξύ έχουν ανασυνταχτεί . Τελικά αναγκάζονται να υποχωρήσουν και να μπουν στο οχυρό χωρίς το κουφάρι του αρχηγού τους.

Από το ελληνικό ταμπούρι έγινε …«αγρία επίδειξις εκ μέρους των νικητών. Αι κεφαλαί των νεκρών Τούρκων απεκόπησαν και εκρεμάσθησαν έξω του υψηλού οχυρώματος», αλλά σ αυτά οι Τούρκοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες.

Η λαϊκή Μούσα τραγούδησε τη νίκη:

«Σ’ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλο τον κόσμο ήλιος
και στο Ζαπαντοβράχωρο όλο καπνός κι αντάρα
καπιταναίοι το ‘καψανκαπιταναίοι το καίνε….».

Το κενό που δημιούργησε ο ηρωικός θάνατος του Ζουλφικάρ αγά δεν υπήρχε άλλος άξιος να το αναπληρώσει. Η πείνα, η απελπισία και το γεγονός ότι χάθηκε κάθε ελπίδα να φανεί βοήθεια, υποχρέωσαν τους Τουρκοζαπαντιώτες να πέσουν σε διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, που οι πολιορκητές Έλληνες δέχτηκαν. Έτσι στις 26 του Αλωναριού, σαν σήμερα, αφού παρέδωσαν στους νικητές τα όπλα και τις σημαίες τους και έλαβαν εγγυήσεις ότι κανείς δεν θα τους βλάψει, έφυγαν για όπου ήθελε ο καθένας.

Το Βραχώρι με τις οχυρώσεις και τα καστρόσπιτα – φρούρια αληθινά όπως είπαμε- βάσταξε στην ορμή των επαναστατημένων ραγιάδων δεκαπέντε μονάχα μέρες . Το φραγμένο με παλιούρια Ζαπάντι ; Σαράντα πέντε.

Το Ζαπάντι , η Μεγάλη – πραγματικά – Χώρα των Βυζαντινών ήταν ελεύθερο. Και μαζί μ΄ αυτό ήταν ελεύθερη η Δυτική Στερεά. Θα χρειαστεί όμως, στα αμέσως επόμενα χρόνια, να χυθεί ποτάμι το αίμα που θα ποτίσει το δέντρο της πολυπόθητης Λευτεριάς για να ριζοβολήσει και να θεριέψει, έτσι που να μπορούμε εμείς σήμερα να καθόμαστε στον ίσκιο του.

agrinionews.gr

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2020 12:07