Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 09 Οκτωβρίου 2015 01:14

Η Μπαμπίνη μέσα από τα μάτια των ξένων περιηγητών

Γράφει ο: Ιωάννης Δημητρούκας 
                 Ιστορικός, 
                 Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου

ΟΙ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΙΝΗΣ

     Ένα πραγματικό θησαυρό πολύτιμων πληροφοριών για την τοπική ιστορία παρέχουν οι ξενόγλωσσες πηγές. Ωστόσο οι πηγές αυτές έχουν αξιοποιηθεί ελάχιστα μέχρι σήμερα. Τούτο οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους ενασχολούμενους με την τοπική ιστορία δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις ούτε και την επιστημονική μέθοδο που χαρακτηρίζει ένα επαγγελματία ιστορικό. Έτσι στα άρθρα και τις μονογραφίες που αφορούν την τοπική ιστορία του Ξηρομέρου και της Ακαρνανίας ευρύτερα οι πληροφορίες αυτές ή δεν παρατίθενται ή ερμηνεύονται συνήθως με εσφαλμένο τρόπο.
        Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εσφαλμένης χρήσης ξενόγλωσσων πηγών αποτελεί το άρθροΜΠΑΜΠΙΝΗ στην ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τ. 4, Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία, Αθήνα, 2004, σσ. 1444-1445. 
      Ο συντάκτης του άρθρου γράφει: «Ως προς το όνομα του οικισμού, ο γερμανός M. Vasmer το θεωρεί σλαβικής προέλευσης και [υποστηρίζει ότι] σημαίνει τόπο με ψηλόκορμες γυναίκες». 
     Ωστόσο ο ακριβής όρος που χρησιμοποιεί ο M. Vasmer, Die Slawen in Griechenland, Leipzig 1942, σ. 73, είναι “Altweiberdorf” (βλ. σχετικά και http://promacedonia.org/en/mv/mv_3_2.htm#62,) δηλαδή “το χωριό με τις γριές”.
      Με άλλα λόγια το τοπωνύμιο ανάγεται στο σλαβικό έτυμο Baba και σχετίζεται με τη σλαβικής προέλευσης λέξη «βάβα-βάβω» που σημαίνει γριά ή γιαγιά
       Επομένως το όνομα του χωριού δεν ανάγεται στο ιταλικό babino (Μικρό Χωριό), άποψη η οποία στηρίζεται στο λεγόμενο Μικρό Χρονικό της Μπαμπίνης του Δ. Τζούβαλη (1829) (Βλ. σχετικά, Γ. Σπ. Μπαρμπαρούσης, Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας, εκδόσεις Ίαμβος, Αθήνα 2009, 2η έκδοση, σσ. 65, 150-153).
       Βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα στις αρχές του 16ου αι. και δη το 1521 η Μπαμπίνη ή Νεοχώρι περιλάμβανε μόλις 11 νοικοκυριά. Το 1562 το χωριό αριθμούσε 18 και το 164240 οικογένειες. Επομένως στη διάρκεια του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου αι., οπότε κυριαρχούσε η λεγόμενη Οθωμανική Ειρήνη, ο πληθυσμός του χωριού ακολούθησε ανοδική πορεία.
       Στα επόμενα χρόνια ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και Βενετών, οι οποίες επόμενο ήταν να συντελέσουν στη μείωση του πληθυσμού. Έτσι το 1650, το 1684 και το 1732 κατοικούσαν στο χωριό 34, 30 και 16 οικογένειες αντίστοιχα (βλ. σχετικά, M. Kiel, Population and Settlement of the Sandjak of Karli-ili, Β΄ Διεθνές Ιστορικό και Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτωλοκαρνανίας, Αγρίνιο 29-31 Μαρτίου 2002, Πρακτικά Β΄ Τόμος (Αγρίνιο 2004, σσ. 705-727, για τη Μπαμπίνη ειδικά, σ. 722).
  Χρειάστηκε να φτάσουμε στα 1810, οπότε το χωριό αποτελούνταν και πάλι από 40 νοικοκυριά, όπως μας πληροφορεί ο γάλλος περιηγητής και πρόξενος στα Ιωάννινα Fr. Pouqueville. Επομένως το χωριόυπήρχε με την ονομασία Μπαμπίνη, τουλάχιστο από το 1521, και δεν μπορεί να  έλαβε το όνομα αυτό από τους Ενετούς του Μοροζίνη το 1684.  
      Εξάλλου, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, η εκστρατεία των Ενετών από το Δραγαμέστο προς το Βραχώρι το 1684 ακολούθησε άλλο δρομολόγιο και δεν πέρασε από τη Μπαμπίνη (Βλ.  Α. Γ. Κατεφίδης, «Iστορικές πηγές, σχεδιαγράμματα και χάρτες της μάχης των Βενετών κατά των Οθωμανών ‘‘STONASPRO’’ [= στον Αχελώο], στη θέση ‘‘STURMILUS’’ [=‘‘στους Μύλους ’’] Ακαρνανίας, το 1684». Το άρθρο είναι διαδικτυακά προσιτό).
        Στη συνέχεια του άρθρου αυτού θα ασχοληθούμε με τις πληροφορίες άλλων ξενόγλωσσων πηγών για την ιστορία της Μπαμπίνης (W. M. Leake, Fiedler, Philippson-Kirsten κ. ά.).
Η Μπαμπίνη μέσα από τα μάτια των περιηγητών
        Στις αρχές του 19ου αι. η Μπαμπίνη είχε 40 οικογένειες σύμφωνα με το γάλλο πρόξενο στα Ιωάννινα Φραγκίσκο Πουκεβίλ (1810). Ο αριθμός δηλώνει ένα ικανοποιητικό αριθμό κατοίκων, αν λάβουμε υπόψη τις δυνατότητες και τα δεδομένα της εποχής. 
       Ο μεγάλος άγγλος περιηγητής M. W. Leake (1)ταξίδεψε από τη Μαχαιρά στη Μπαμπίνη το απόγευμα της 5ης Απριλίου 1809. 
    Η πορεία διήρκεσε ακριβώς 32 λεπτά, από τις 3.18 μέχρι τις 3.50. Ο περιηγητής μαζί με την αλβανική συνοδεία του κατέλυσε στο σπίτι του ιερέα, που ήταν λίγο πιο άνετο και ευρύχωρο από τα υπόλοιπα σπίτια ή καλύβια του χωριού. 
      Συνήθως ο περιηγητής κατέλυε στο σπίτι του προεστού του χωριού (όπως στην περίπτωση τουΒασιλόπουλου, όπου φιλοξενήθηκε από τον κοτζάμπαση της κοινότητας Δραγαμέστου Φωτεινό Καρούσο), αλλά στην περίπτωση της Μπαμπίνης το σπίτι αυτό ήταν κατειλημμένο από τραυματίες αλβανούς στρατιώτες που είχαν συγκρουστεί προηγουμένως με κλέφτες. Ο περιηγητής δεν παραδίδει τα ονόματα του ιερέα και του προεστού, μας δίνει όμως σημαντικές πληροφορίες για την οικονομία του χωριού:
       Κάτω από τη χαμηλότερη πλευρά του λόφου [της Μονής του Αγίου Γεωργίου της Πόρτας] προς το μέρος του Μαχαλά, υπάρχει μια έκταση που ανήκει στη Μπαμπίνη και σκεπάζεται από αμπέλια. Τα αμπέλια αυτά αποδίδουν κάθε χρόνο 800 βαρέλια κρασί προς 50 οκάδες το βαρέλι(2).
     Αυτό σημαίνει ότι το χωριό παρήγε 40.000 οκάδες κρασί το χρόνο. Σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσαν μ’ άλλα λόγια κατά μέσο όρο 1.000 οκάδες! Φυσικά η κατανομή στην πραγματικότητα ήταν άνιση και οι «νοικοκυραίοι» (και κατά πρώτο λόγο η οικογένεια Μπαμπινιώτη) κατείχαν τα περισσότερα αμπέλια. Σε κάθε περίπτωση τα αμπέλια αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο και έσοδο για το μικρό μας χωριό.
       Τα διάσημα αμπέλια της Μπαμπίνης, το κρασί των οποίων λέγεται ότι προτιμούσε ιδιαίτερα ο Αλή Πασάς, έγιναν στη διάρκεια της Επανάστασης παρανάλωμα της φωτιάς. Στις 12 Αυγούστου 1824 οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στο χωριό, αλλά έκαψαν τα χωράφια με τις ελιές και τα αμπέλια, μαζί με τέσσερα σπίτια (3).
      Στην ίδια πυρπόληση του χωριού αναφέρεται πιθανώς και ο K. G. Fiedler. Ο γερμανός αυτός γεωλόγος και περιηγητής, ο οποίος περιήλθε το Βασίλειο της Ελλάδος, σε αναζήτηση αξιοποιήσιμων ορυκτών, με εντολή της Βασιλικής Κυβέρνησης, πέρασε από το χωριό και κατέλυσε υποχρεωτικά σε αυτό εξαιτίας των μεγάλων βροχοπτώσεων και των πλημμυρών τη 17/29 και τη 18/30 του μηνός Δεκεμβρίου του 1836. 
       Ο Φήντλερ μας πληροφορεί ότι το χωριό μαζί με τις ελιές, τις συκιές του κλπ. είχε πυρποληθεί από τους Τούρκους και είχε ανοικοδομηθεί πριν λίγα χρόνια, είχε δε 30 πετρόκτιστα σπίτια και 20 καλύβες, όλα σκεπασμένα με σχιστολιθικές πλάκες. 
      Οι κάτοικοι δεν είχαν ούτε κουνουπίδι στους κήπους. Το χωριό υπέφερε από δύο μεγάλες πηγές, τη λειψυδρία και τη ληστεία. Οι κάτοικοι επιθυμούσαν έντονα να μεταφέρουν από μακριά νερό στο χωριό τους, για να λύσουν οριστικά το πρόβλημα της έλλειψής του. Όσο δε αφορά τη ληστεία, ο περιηγητής μας πληροφορεί ότι στη διάρκεια της παραμονής του στο χωριό έφθασε η είδηση ότι πέντε ληστές έδεσαν και λήστεψαν δύο βοσκούς. Ο Φήντλερ αναγκάστηκε να προειδοποιήσει και να απειλήσει το δικαστή, που έδρευε στο χωριό, να λάβει μέτρα για την καταπολέμηση του φαινομένου (4).
      Η λειψυδρία ταλαιπωρούσε ακόμη τους Μπαμπινιώτες στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Οι A. Philippson-E. Kirsten γράφουν ότι οι Μπαμπινιώτες αναγκάζονταν να μεταφέρουν στο χωριό νερό με βαρέλια φορτωμένα σε γαϊδούρια από μακριά και δη από ένα πηγάδι ή μια πηγή (Brunnen) που βρισκόταν στο μέσο ενός βυθίσματος και περιβαλλόταν από έλη και κοπριά (5).
Σημειώσεις:
1 M. W. Leake, Travels in Northern Greece, vol. IV, London 1835, p. 10: Having remained at Makhera from 2.50 to 3.18, we follow the slope of the hills, and halt, at 3.50, for the night at Bambini, where I lodge in the house of the priest, which is very little distinguished from the other huts of the village either by comfort or cleanliness. The house of the Proestos, which is somewhat larger, happens to be occupied by some wounded Albanians returned from fighting with the thieves.
2 M. W. Leake, Travels in Northern Greece, vol. IV, London 1835, p. 12: Below the lower side of the height tοwards Makhala, a fertile bottom belonging to Bambini is covered with vineyards, which produce yearly 800 barrels of wine, of 50 okes the barrel.
3 Αυτό προκύπτει από διάφορες ελληνικές πηγές, κυρίως όμως από μια επιστολή του Γ. Πράσινου, Επάρχου Ξηρομέρου και Βονδίτζης, προς τον Α. Μαυροκορδάτο που τότε διεύθυνε το ορδί (= στρατόπεδο) στο Λιγοβίτζι, με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 1824. Ο Πράσινος γράφει: Καὶ μάλιστα, τὲς ἀπερασμένες τὸ εἴδετε ὀφθαλμοφανῶς, ὁποὺ καὶ αὐτὰ τὰ ὁσπίτια καὶ ἀμπέλιά των μὲ ἐλιὲς καὶ χωράφιά των τὰ ἔκαυσαν οἱ ἐχθροί. Καὶ σᾱς θερμοπαρακαλῶ νὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῇς καὶ νὰ κάμῃς ἔλεος εἰς αὐτούς, νὰ τοὺς χαρίσῃς τὴν δεκατιάν (Ε. Γ. Πρωτοψάλτης (ἐπιμ.), Ἱστορικὸν Ἀρχεῑον Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου [=Μνημεῑα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τόμος 5, τεῡχος ΙV], Ἀθῆναι 1975, σ. 947.
4 K. G. Fiedler, Reise durch alle Theile des Königreiches Griechenland im Auftrag der Königlichen Griechischen Regierung in den Jahren 1834 – 1837, 1. Teil, Leipzig 1840, σσ. 165-166.
5 A. Philippson-E. Kirsten, Die griechischen Landschaften, Teil ΙΙ: Das westliche Mittelgriechenland und die westgriechischen Inseln, 1958, σ. 397.
Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 13 Οκτωβρίου 2020 11:36